- μεσσογενής
- μεσσογενής, -ές (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐν μέσῃ ἡλικίᾳ γεγονώς, μεσῆλιξ».[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* (για τα δύο -σσ- βλ. μέσος) + -γενής (< γένος), πρβλ. θεο-γενής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσσογενεῖς — μεσσογενής middle aged masc/fem acc pl μεσσογενής middle aged masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek